εννεάγωνος

εννεάγωνος
ος , ον девятиугольный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εννεάγωνος" в других словарях:

  • εννεάγωνος — η, ο (AM ἐννεάγωνος, ον) 1. αυτός που έχει εννέα γωνίες 2. το ουδ. ως ουσ. (γεωμ.) το εννεάγωνο πολύγωνο που έχει εννέα πλευρές και εννέα γωνίες …   Dictionary of Greek

  • ἐννεάγωνοι — ἐννεάγωνος enneagonal masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννιάγωνος, -η, -ο — και εννεάγωνος η, ο 1. που έχει εννιά γωνίες. 2. το ουδ. ως ουσ., εννιάγωνο πολύγωνο που έχει εννιά γωνίες και εννιά πλευρές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»